Skip to main content

Ιστορία

Αλέκτορα
Ιστορία πολλών αιώνων
Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ
Σαρανταδύο χιλιόμετρα δυτικά της Λεμεσού, σε υψόμετρο 230 μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, στα σύνορα των επαρχιών Λεμεσού – Πάφου βρίσκεται το μικρό τουρκοκυπριακό χωριό Αλέκτορα. Το ύψος των λόφων στα βόρεια του φτάνει περίπου τα 500 μέτρα. Ψηλά σημεία γύρω από το χωριό είναι οι κορυφογραμμή Κόλυβος και ο λόφος Βαρβάτσες. Το χωριό είναι απλωμένο σε μία κοιλάδα γεμάτη αμπελώνες, ελαιόδεντρα, εσπεριδοειδή , χαρουπιές , αμυγδαλιές, , λιγοστά σιτηρά, ενώ στους λόφους, γύρω, οργιάζει η άγρια βλάστηση. Σε αυτό βρήκαν καταφύγιο, μετά την τουρκική εισβολή, Ελληνοκύπριοι που εκτοπίστηκαν από τα δικά τους χωριά.

Στα νότια και νοτιανατολικά το χωριό συνορεύει με το Πισσούρι, στα ανατολικά με την Πλατανίστεια, στα βόρεια με την Πάνω Αρχιμανδρίτα και στα δυτικά με τα Κούκλια. Άλλα κοντινά χωριά είναι ο Άγιος Θωμάς, η Αυδήμου και το Παραμάλι .

Μία ιδιαιτερότητα του χωριού είναι ότι διοικητικά ανήκει στη Λεμεσό ενώ εκκλησιαστικά ανήκει στην Πάφο.

Η ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΗΣ
Η Αλέκτορα ήταν γνωστή στο παρελθόν με διάφορα ονόματα: Αλέφκορα, Αλέκτρα, Αλέκθορα, Αλέχτορα, Ελέκτορα,Γιαλέκτορα. Η ονομασία της Αλέκτορας κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από τη λέξη αλέκτωρ που σημαίνει κόκορας . Ερμηνευτικά η λέξη ἀλέκτορας – ἀλέκτωρ σημαίνει αυτόν που απομακρύνει το σκοτάδι και φέρνει την αυγή. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1958 οι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι του χωριού είχαν υιοθετήσει την εναλλακτική ονομασία του χωριού «Gökağaç», που σημαίνει δέντρο του ουρανού. Κατά μια παράδοση που αναφέρει ο Ν.Γ. Κυριαζής, το χωριό ονομάστηκε έτσι διότι «διωκόμενοι ἃγιοι πατέρες, φυγόντες ἐν πλήρει νυκτί ἀπό τό Πισσούριν… ἀφίχθησαν ἐδῶ τοῦ ἀλέκτορος φωνοῦντος». Η ονομασία του χωριού είναι γένους θηλυκού όμως δεν πρέπει να μας ξενίζει, γιατί δεν είναι ασύνηθες φαινόμενο. Υπάρχουν στην Κύπρο και άλλα χωριά που η ονομασία τους μετατράπηκε σε θηλυκή. Π.χ. η Σωτήρα από τον Σωτήρα. Πληροφοριακά αναφέρεται ότι η ονομασία Αλέκτορα αντιστοιχεί σύμφωνα με τον φιλόσοφο του 1ου αιώνα Δίωνα Χρυσόστομο και σε ένα φρούριο στην περιοχή Βορυσθένης, κοντά στον Δνείπερο ποταμό, στην ακτή της Μαύρης θάλασσας. Αλέκτωρ είναι επίσης και όνομα που φέρουν πέντε πρόσωπα στην κλασική μυθολογία και ιστορία. Λέτε αυτά τα πρόσωπα να έχουν οποιαδήποτε σχέση με την ονομασία του χωριού; Τίποτε δεν αποκλείεται νοουμένου ότι το νησί είναι διάσπαρτο με τοποθεσίες που έχουν αρχαιοελληνικά ονόματα.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΤΗΣ ΑΛΕΚΤΟΡΑΣ
Το ιστορικό παρελθόν του χωριού είναι πολύ παλιό και τα κτήματα του χωριού ήταν επίσης οικισμοί στην αρχαιότητα. Πιο συγκεκριμένα η σημερινή Αλέκτορα δημιουργήθηκε από τους κατοίκους των γειτονικών χωριών οι οποίοι ασχολούνταν με την παραγωγή του κουκουναριού κατά την εποχή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ( αρχές πρώτης χιλιετίας) στον κάμπο του χωριού. Το κουκουνάρι από την αρχαιότητα ήταν γνωστό για τις αφροδισιακές του ιδιότητες και ήταν περιζήτητο στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Στους αιώνες που ακολούθησαν, η γεωργική χρήση του κάμπου αλλάζει και τη θέση των κουκουναριών καταλαμβάνουν οι γλυκύκαρποι αμπελώνες. Αμπελώνες οι οποίοι παράγουν το μαύρο και το άσπρο σταφύλι που φέρει το όνομα «Ξυνιστέρι» και από τα οποία παράγεται , με την κατάλληλη αναλογία και με την προσθήκη αρωματικών , ο «Απόστολος των κρασιών» η Κουμανταρία. Τον 20ο αιώνα εισήχθη στην Κύπρο η καλλιέργεια της σουλτανίνας .Στην Αλέκτορα άρχισε να καλλιεργείται η συγκεκριμένη ποικιλία λίγο μετά το 1950. Την ποικιλία αυτή έφερε στην περιοχή ο Ευαγόρας Λανίτης . Ο Λεόντιος Μαχαιράς ( Κύπριος χρονογράφος 15ου αιώνα) μνημονεύει το χωριό, το ίδιο και ο de Mas Latrie (Γάλλος ιστορικός του 19ου αιώνα.), συνεπώς υφίστατο κατά την εποχή της Φραγκοκρατίας.. Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας αποτελούσε βασιλικό φέουδο. Όταν οι κάτοικοι του χωριού εξοντώθηκαν ή εκτοπίστηκαν προς την ενδοχώρα, στο χωριό εγκαταστάθηκε πληθυσμός από τη Συρία και την Παλαιστίνη, οι οποίοι είχαν εκτοπιστεί από τη γη τους την εποχή των Σταυροφοριών. Παρενθετικά αναφέρεται στο σημείο αυτό ότι η «σχέση» της Αλέκτορας με την Παλαιστίνη «αναβιώνει» στις αρχές του 20ου αιώνα , όταν δεκατετράχρονη κάτοικος της Αλέκτορας , ονομαζόμενη Φετινέ, παντρεύτηκε παρά τη θέλησή της έναν πολύ μεγαλύτερο της σε ηλικία Παλαιστίνιο, ο οποίος την πήρε μαζί του, μακριά από την οικογένειά της, χωρίς ποτέ να δώσει έκτοτε σημεία ζωής . Το σπίτι της υπάρχει ακόμα στην Αλέκτορα. Η περίπτωση της αποτέλεσε το θέμα ενός ντοκυμαντέρ που ολοκληρώθηκε από την εγγονή του αδελφού της, τουρκοκύπρια δημοσιογράφο, Πέμπε Μέντες , η οποία ανακάλυψε τα τελευταία χρόνια την ύπαρξή της και ακολούθησε τα αχνάρια της. Δυστυχώς δεν την γνώρισε , γιατί είχε ήδη πεθάνει. Γνώρισε όμως την τεράστια οικογένεια της γιαγιάς της . Κατά την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας οι κάτοικοι της Αλέκτορας αναγκάστηκαν να ασπαστούν τον Ισλαμισμό για να μην πληρώνουν βαριές φορολογίες και να μην διώκονται από τους Οθωμανούς. Τις νύχτες όμως και κρυφά από αυτούς, λειτουργούνταν σε μυστικές Χριστιανικές συνάξεις. Μετατράπηκαν δηλαδή στους γνωστούς Λινοβάμβακους (λέγονταν λινοβάμβακοι επειδή ήταν σαν ρούχο που από την μια είναι λινό και από την άλλη βαμβακερό. ) Κάπως έτσι η Αλέκτορα μετατράπηκε σε τουρκοκυπριακό χωριό. Η Αλέκτορα ήταν για αιώνες καθαρά χριστιανικό χωριό και κατά διαστήματα παρουσιαζόταν ως μικτό . Ο εκτουρκισμός του και η εγκατάσταση Τούρκων από την Ανατολία ( κιρκασιανής καταγωγής) έγινε στο πρώτο μισό του 17ο αιώνα. Σύμφωνα με τον Goodwin το χωριό τότε ήταν τούρκικο και ανήκε στον βετεράνο Ευδήμ. Στον χάρτη του H.H.Kitchener ( κόμης,ανώτερος αξιωματικός του βρετανικού στρατού, υπηρέτησε στην Κύπρο ως τοπογράφος) ,o οποίος άρχισε να σχεδιάζεται το 1882 κατά τη διάρκεια της Αγγλοκρατίας, το χωριό εμφανίζεται με μικτό πληθυσμό. Το 1881 η Αλέκτορα αριθμούσε 230 μονίμους κατοίκους. Από την απογραφή του 1891 έως και την απογραφή του 1946 καταμετρήθηκαν και 25 Ελληνοκύπριοι. Για άγνωστο λόγο πριν εκπνεύσει η δεκαετία του 1950 εγκατέλειψαν το χωριό. Κατά την περίοδο των δικοινοτικών διαταραχών η Αλέκτορα αποτέλεσε κέντρο υποδοχής των Τουρκοκυπρίων των γειτονικών χωριών Γεροβάσα και Μαλιά. Κάποιοι από αυτούς παρέμειναν στην Αλέκτορα και δεν επέστρεψαν στα χωριά τους. Άλλοι όμως το εγκαταλείπουν μαζί με αρκετούς ντόπιους. Σύμφωνα με μία μαρτυρία, ο αριθμός των μεταναστών που ζούσαν στο χωριό το 1971 ήταν 57 άτομα. Το 1973 ο πληθυσμός του χωριού έφτασε στο αποκορύφωμα του με 490 κατοίκους. Κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1974 οι κάτοικοι του χωριού αναγκάζονται να το εγκαταλείψουν , αφού πήραν εντολές από την Τουρκία. Δύο μέρες πριν την τουρκική εισβολή οι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι του χωριού μετακινήθηκαν στη Βρετανική Βάση στην Επισκοπή . Παρέμειναν εκεί έως τον Ιανουάριο του 1975 οπότε μεταφέρθηκαν αεροπορικώς από το Ακρωτήρι στην Τουρκία. Ακολούθως επέστρεψαν στο κατεχόμενο τμήμα του νησιού και οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στο χωριό Πεντάγεια . Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 η Αλέκτορα είχε 78 μόνιμους κατοίκους ενώ το 2011 είχε 64. Εν έτει 2023 οι μόνιμοι κάτοικοι κάτω από 50. Το χωριό , του οποίου οι κάτοικοι σήμερα βιώνουν ένα αβέβαιο παρόν «εν ειρήνη», σε ένα όχι πολύ μακρινό παρελθόν βίωσε ταραχώδεις εποχές λόγω της δράσης περιβόητων ληστών. Πρόκειται για τον πασίγνωστο Τζεμάλ Μεχμέτ Μίτα (θυμηθείτε τη φράση «Εν να πιάεις το Μίτα» που λέγεται για να εκφράσουμε με υπερβολή πως όταν κάποιος προσπαθεί να πετύχει ή να πάρει κάτι, ουσιαστικά στο τέλος δεν θα τα καταφέρει. Θα φύγει, δηλαδή, με άδεια χέρια….) και τα Χασαμπουλιά. Ο Μίτας δρούσε για αρκετό καιρό και παρέμενε άπιαστος προκαλώντας πραγματικό πονοκέφαλο στη βρετανική αστυνομία. Οι Αρχές βρέθηκαν πολύ κοντά στο να τον συλλάβουν, αλλά πάντα κατάφερνε να ξεφεύγει. Για να διαφύγει της σύλληψης, χρησιμοποιούσε τους πιο ευφάνταστους τρόπους. Μάλιστα γύρω στο 1942 κατάφερε να ξεφύγει από τον κλοιό της αστυνομίας, ντυμένος χανούμισσα!… Στις 4 Μαρτίου 1946, μετά από ανταλλαγή πυρών με την Αστυνομία, τραυματίζεται βαριά στην ωμοπλάτη. Για έντεκα ημέρες κρυβόταν σε έναν αχυρώνα στην Αλέκτορα. Τελικά αναγκάστηκε να παραδοθεί. Τα Χασαμπουλιά ήταν τρεις Τουρκοκύπριοι ( ο θείος και δύο ανεψιοί του) φυγόδικοι και ληστές που έδρασαν κατά τα τέλη του 19ου αιώνα στις περιοχές Πάφου και Λεμεσού κι έγιναν θρύλος απασχολώντας για αρκετά χρόνια τις βρετανικές αρχές κι ολόκληρη την Κύπρο. Στην Αλέκτορα υπήρχε καφενείο στο οποίο σύχναζαν και χωρικοί οι οποίοι τους βοηθούσαν με διάφορους τρόπους. Ορθά ή λανθασμένα λέγεται ότι το καφενείο ήταν αυτό που βρισκόταν στον δρόμο κάτω από τη σημερινή πλατεία. Οι πρώτοι Ελληνοκύπριοι που κατοίκησαν στο χωριό μετά την εισβολή το θυμούνται, όπως θυμούνται και τις αναφορές των κατοίκων του Πισσουρίου γι’ αυτό , δεν μπορεί όμως να αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας η πληροφορία για τον συγκεκριμένο χώρο, καθώς υπήρχαν και άλλα δύο καφενεία στην πλατεία δεξιά και αριστερά του κεντρικού δρόμου. Ένα αξιοσημείωτο γεγονός που αφορά το χωριό είναι ότι στις αρχές του 1894, στη θέση « Λάκκος του Φράγκου» ( σύμφωνα με άλλες πληροφορίες στη θέση «Λάκκος του Χουσείν αγά») , απ’ όπου περνούσε ο δρόμος Λεμεσού – Πάφου άνοιξε ένα ταχυδρομείο και κτίστηκε ένα ταχυδρομικό κτήριο γι΄αυτόν τον σκοπό. Το ταχυδρομείο έκλεισε το 1915 και μεταφέρθηκε στο χωριό. Επί πλέον κτίστηκε ένα πανδοχείο γνωστό με το όνομα « Alehtora Inn» για να ξεκουράζονται οι ταξιδιώτες. Στην ίδια περιοχή κοντά στο πηγάδι, που ανοίχθηκε κατά τον Μεσαίωνα, υπάρχει μια δομή η οποία σύμφωνα με τον Rupert Gunnis ( Άγγλος κυβερνητικός υπάλληλος και συγγραφέας. Υπηρέτησε στην Κύπρο ως επιθεωρητής αρχαιοτήτων και σε άλλες θέσεις επί κυβερνητείας του σερ Ρόναλντ Στορς (1926 -1932) χτίστηκε από έναν κτηνοτρόφο και χρησιμοποιήθηκε ως Scottish Hunting Club. Άλλες πληροφορίες για το χωριό, που πιθανόν να ενδιαφέρουν τον αναγνώστη, είναι ότι απέναντι από το τζαμί στη βόρεια πλευρά του, λειτουργούσε αρρεναγωγείο Επίσης σύμφωνα με έναν χάρτη υπήρχαν τέσσερα ελαιοτριβεία πολύ κοντά το ένα στο άλλο, μέσα στο χωριό. Τέλος αναφέρεται ότι οι πρώτοι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στο χωριό θυμούνται την ύπαρξη ενός αλευρόμυλου . Σήμερα δεν υπάρχουν ίχνη γι΄αυτούς τους μύλους, οι οποίοι μαρτυρούν μία έντονη δραστηριότητα των κατοίκων σε παλαιότερους χρόνους. Πέρα από αυτά στην Αλέκτορα υπάρχουν σημεία που αξίζει να τα επισκεφθεί κάποιος και να πληροφορηθεί την ιστορία τους. Αν πλοηγηθείτε στην ιστοσελίδα θα έχετε μία πρώτη γνωριμία μαζί τους που ίσως σας κεντρίσει το ενδιαφέρον να τα επισκεφθείτε και να μάθετε περισσότερα.

Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΛΛΗΝΟΚΥΠΡΙΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΣΤΗΝ ΑΛΕΚΤΟΡΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΤΟΥ 1974
Το 1975 άρχισαν να έρχονται στην Αλέκτορα και να καλλιεργούν τα αμπέλια πρόσφυγες από το κατεχόμενο χωριό Λύση. Είχε προηγηθεί αίτημα του πατέρα του Γρηγόρη Αυξεντίου , κ. Πιερή Αυξεντίου, προς τον Πρόεδρο Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, να εγκατασταθούν 100 οικογένειες Λυσιωτών στην Αλέκτορα, με τη δικαιολογία ότι είχαν προηγούμενη εμπειρία για την καλλιέργεια της σουλτανίνας. Το αίτημα έγινε δεκτό και οι άνδρες των οικογενειών μεταφέρθηκαν αρχικά σε αντίσκηνα , σε συνοικισμό στο Κολόσσι από όπου μετέβαιναν καθημερινά στους αμπελώνες ,που στο μεταξύ μοιράστηκαν σε κλήρους για κάθε τρεις οικογένειες. Τα υπόλοιπα μέλη των οικογενειών παρέμεναν διάσπαρτα σε διάφορα μέρη των ελεύθερων περιοχών. Στις 29 Φεβρουαρίου και στην 1η Μαρτίου 1976 εγκαταστάθηκαν στην Αλέκτορα οι πρώτοι πρόσφυγες σε άδεια σπίτια, χωρίς ρεύμα και με πρόχειρα πορτοπαράθυρα που δεν ασφάλιζαν καλά. Πρόκειται για δύο οικογένειες από τη Λάπηθο. Και αυτές οι δύο οικογένειες ασχολήθηκαν με την αμπελοκαλλιέργεια. Λίγους μήνες αργότερα άρχισαν να καταφθάνουν στο χωριό και οι οικογένειες των Λυσιωτών και να εγκαθίστανται σε σπίτια που δόθηκαν με κλήρο. Παρέμειναν ένα χρόνο ζώντας όπως και οι υπόλοποι σε πολύ δύσκολες συνθήκες. Ευτυχώς είχαν νερό στα σπίτια. Το ρεύμα έφτασε στο τέλος του 1976 και στις αρχές του 1977, όπως θυμούνται κάποιοι κάτοικοι που ακόμη ζουν εδώ. Τον δεύτερο χρόνο οι πλείστες οικογένειες εγκατέλειψαν την Αλέκτορα, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και καλύτερες ευκαιρίες για τα παιδιά τους. Παρέμειναν περίπου δέκα οικογένειες. Τον Σεπτέμβριο του 1976 κατέφθασαν μες το σκοτάδι συνοδευμένοι από τον Ερυθρό Σταυρό και στρατιώτες της Ειρηνευτικής Δύναμης των Ηνωμένων Εθνών οι πρώτοι, εκδιωχθέντες από τους Τούρκους , εγκλωβισμένοι κάτοικοι της Καρπασίας. Οι πλείστοι ήταν από τη Γιαλούσα. Ακολούθησαν και άλλοι . Αφού φιλοξενήθηκαν αρχικά από τους λιγοστούς κατοίκους, εγκαταστάθηκαν στα άδεια σπίτια και ένωσαν τη μοίρα τους με τους υπόλοιπους. Για δύο τρία χρόνια, κάθε Τετάρτη κατέφθαναν στο χωριό τρόφιμα από τον Ερυθρό Σταυρό, τα οποία διαμοιράζονταν στους πρόσφυγες. Ένα νέο κύμα «μετανάστευσης» ακολούθησε το προηγούμενο για τους ίδιους λόγους και οι κάτοικοι πάλι λιγόστεψαν. Βέβαια η ζωή τους έγινε πιο υποφερτή, καθώς καθιερώθηκε καθημερινό δρομολόγιο με ένα παλαιού τύπου λεωφορείο, και μέσω ενός στενού χωματόδρομου, προς τη Λεμεσό. Για τις καθημερινές ανάγκες σε ψώνια η Συνεργατική άνοιξε ένα μικρό μπακάλικο. Μανάβης ερχόταν δύο φορές την εβδομάδα. Όσο για το κρέας εξασφαλιζόταν με παραγγελία από το Πισσούρι μία φορά την εβδομάδα. Για τις εκπαιδευτικές ανάγκες των μικρών παιδιών λειτούργησε μονοθέσιο Δημοτικό Σχολείο. Τα γυμνασιόπαιδα κατά τα πρώτα χρόνια τουλάχιστον αναγκάστηκαν να φιλοξενούνται σε συγγενείς στις πόλεις ή σε μεγάλα χωριά, για να μπορούν να συμμετέχουν σε όλες τις δραστηριότητες των σχολείων τους, που δεν περιορίζονταν στον πρωινό χρόνο. Σταδιακά οργανώθηκαν και υπηρεσίες υγείας και επισκεπτόταν το χωριό αγροτικός γιατρός , μία φορά την εβδομάδα. Η λειτουργία σχολείου και το κτίσιμο εκκλησίας που ακολούθησε βοήθησαν τους κατοίκους να αισθανθούν ότι ανήκουν σε κάποια κοινότητα έστω και προσωρινά. Η επιθυμία όμως για επιστροφή στις πατρογονικές εστίες παραμένει άσβεστη.

ΣΠΙΤΙΑ
Το χωριό ήταν αρκετά πυκνοκατοικημένο, όπως θυμούνται οι πρώτοι πρόσφυγες οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο χωριό μετά την εισβολή. Δυστυχώς τα πλείστα κατεδαφίστηκαν το 1978 για λόγους που αναφέρονται πιο κάτω. Τα σπίτια είχαν μεγάλες εξώπορτες οι οποίες άνοιγαν σε εσωτερικές αυλές. Οι αυλές, εκεί και όπου χρειαζόταν, μετατρέπονταν σε χώρο όπου οι ένοικοι τους μάντριζαν τα ζώα τους. Όλα τα παλιά σπίτια του χωριού ήταν κτισμένα με πέτρα, η οποία πάρθηκε από τη γύρω περιοχή . Οι στέγες είχαν κεραμίδια, ενώ τα ταβάνια ήταν επενδυμένα με ψάθα. Αρκετά σπίτια ήταν ισόγεια , ενώ άλλα είχαν εξωτερική σκάλα που οδηγούσε στο ανώι. Σχεδόν όλα διέθεταν τσιμινιές για να θερμαίνονται οι ένοικοι τους τον χειμώνα. Στους τοίχους υπήρχαν εσοχές που χρησίμευαν ως ντουλάπια. Η χρήση του αορίστου οφείλεται στο γεγονός ότι δεν σώζονται αυτά τα σπίτια σήμερα, καθώς κατεδαφίστηκαν λίγα χρόνια μετά την εισβολή, λόγω των ρωγμών που παρουσίασαν μετά από σεισμό αλλά και λόγω της μακρόχρονης εγκατάλειψής τους. Ωστόσο ο σημερινός επισκέπτης μπορεί να διακρίνει στοιχεία της ύπαρξής τους σε μερικούς τοίχους , που εφάπτονται σε κατοικίες που διατηρήθηκαν. Από το χωριό δεν λείπουν και σπίτια που ακολουθούν την πιο μοντέρνα αρχιτεκτονική της δεκαετίας του 1960-1970 και φιλοξενούν τους σημερινούς κατοίκους, αφού πρώτα επισκευάστηκαν πρόχειρα.

ΟΙ ΑΣΧΟΛΙΕΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ
Η πλειοψηφία των εργαζομένων στην Κοινότητα Αλέκτορας απασχολείται με τη γεωργία. Λιγότεροι κάτοικοι ασχολούνται με την κτηνοτροφία αιγοπροβάτων και ελάχιστοι σε άλλους τομείς. Μετά την εισβολή εισήχθη για λίγο διάστημα και η αγελαδοτροφία. Η κύρια ενασχόληση βέβαια ήταν και είναι η αμπελουργία και συγκεκριμένα η καλλιέργεια σουλτανίνας, η οποία για πάρα πολλά χρόνια εξαγόταν στο εξωτερικό (Αγγλία και Σκανδιναβικές χώρες). Η συσκευασία γινόταν στα τέσσερα συσκευαστήρια που λειτουργούσαν στο χωριό αλλά και σε συσκευαστήρια του Πισσουριού. Την εποχή του τρύγου υπήρχε έντονη δραστηριότητα στο χωριό. Για πάρα πολλά χρόνια μετά την εισβολή οι κάτοικοι του χωριού ειδικεύονταν στην παρασκευή σταφίδας και ζιβανίας. Από τον Αύγουστο και μετά όλα τα χωράφια γέμιζαν με μαύρα δίκτυα πάνω στα οποία απλωνόταν το σταφύλι για να ξεραθεί καλά προτού συλλεγεί, καθαριστεί και καταλήξει σε μεγάλες αποθήκες στην Κάτω Πάφο. Σήμερα ελάχιστοι αμπελουργοί συνεχίζουν αυτή την κοπιαστική εργασία καθώς φθίνουν και τα εργατικά χέρια και η διαθέσιμη αγορά. Περισσότερο προσοδοφόρα θεωρείται πλέον η συλλογή και πώληση κληματόφυλλων , αλλά και αυτή αντιμετωπίζει προβλήματα λόγω των καιρικών συνθηκών. Όσο για το σταφύλι, που παλαιότερα γέμιζε τις αγορές και τα εργοστάσια οινοποιίας, κατά καιρούς «δέχεται πόλεμο». Αρκετές φορές οι παραγωγοί υποχρεώθηκαν να προχωρήσουν σε πράσινο τρύγο, δηλαδή να κόψουν και να ρίξουν στο χωράφι τα σταφύλια, πριν ωριμάσουν. Αυτό είναι κάτι που πραγματικά πονεί τον άνθρωπο που είναι δεμένος με τη γη του και τους καρπούς που του προσφέρει. Μακάρι να υιοθετηθούν άλλες πρακτικές στο μέλλον. Μερικοί αμπελουργοί προσπάθησαν να καλλιεργήσουν νέες ποικιλίες επιτραπέζιων σταφυλιών σε κληματαριές, σε μια προσπάθεια να επιβιώσουν. Ελάχιστοι στράφηκαν στην καλλιέργεια χαρουπόδεντρων και ελαιόδεντρων καθώς το κλίμα ευνοεί την ανάπτυξή τους. Τα χαρούπια είναι ένα προϊόν που συλλέγεται από τα τέλη Αυγούστου μέχρι και τον Σεπτέμβριο. Η συγκομιδή των χαρουπιών στην Αλέκτορα στα πρώτα χρόνια μετά την εισβολή αποτελούσε ομαδική εργασία, καθώς συμμετείχαν σε αυτήν όλοι σχεδόν οι πρόσφυγες κάτοικοι του χωριού. Η εργασία ξεκινούσε νωρίς το πρωί, διεξαγόταν σε ένα ευχάριστο κλίμα με αστεϊσμούς, γέλια και τραγούδια και τελείωνε αργά το απόγευμα. Προσπαθούσαν οι άνθρωποι να πάρουν κουράγιο ο ένας από τον άλλο και να αντέξουν τις δύσκολες συνθήκες της προσφυγιάς. Αργότερα δημιουργήθηκαν ξεχωριστοί κλήροι για κάθε οικογένεια. Κάτι ανάλογο είχε γίνει και με τους αμπελώνες. (Αρχικά είχαν σχηματιστεί κλήροι για κάθε τρεις οικογένειες, οι οποίες έπρεπε να συνεργάζονται όλο τον χρόνο. ) Από τον Οκτώβριο και μετά συλλέγονται οι ελιές οι οποίες καταλήγουν στα ελαιοτριβεία της περιοχής για την εξαγωγή λαδιού. Στο χωριό δυο- τρεις νοικοκυρές παρασκευάζουν σουτζιούκκο , ο οποίος διατίθεται στην εγχώρια αγορά, μέσω της διαφήμισης που κάνουν οι ίδιοι οι πελάτες που αγαπούν το παραδοσιακό αυτό γλύκισμα.